- κατακρουνίζω
- κατακρουνίζω (Α)χύνω νερό με δύναμη πάνω από κάποιον ή από κάτι («ἐξ υψηλοτέρου βάλλοντες καὶ οἷον κατακρουνίζοντες», Γαλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κρουνίζω «ρίχνω νερό με δύναμη προς τα κάτω» (< κρουνός)].
Dictionary of Greek. 2013.